"......Ώσπου νύχτωνε και τ’ άστρα φώτιζαν σιγά σιγά το ακατανόητο του κόσμου….
Κι άξαφνα μια μέρα, όπως καθόμουν, αναπήδησα γιατί κατάλαβα πως η ζωή δεν είναι αιώνια,
ήταν μάλιστα τόσοι πολλοί οι ηλίθιοι που μου εύχονταν στα γενέθλιά μου «χρόνια πολλά», που ξέχασα ολότελα πως μια μέρα θα πεθάνω – κι ύστερα είχα τόσα πράγματα να σκεφτώ:
τη νύχτα που ερχόταν, το διάβολο που σώπαινε, την πόρτα που δεν ωφελούσε, όσο για το μυστικό το είχα καλά ράψει στη φόδρα του παλτού μου, για μεγαλύτερη ασφάλεια όμως φώναξα έναν παλαιοπώλη και του πούλησα το παλτό, αλλά και πάλι ήμουν ανήσυχος,
«κι αν αυτοί στο τέλος ανακάλυψαν την αλήθεια» σκεφτόμουν, πήγα λοιπόν και πέταξα τα λεφτά στον υπόνομο – από τότε κοιμάμαι ήσυχος.
Τις νύχτες σχεδίαζα έκτακτα δρομολόγια τραίνων για κείνους που άργησαν…
Kι αγάπησα τις λέξεις που με ταπείνωσαν γιατί με ανακαλούσαν σε μιαν άλλη παιδικότητα.
A, έχασα τις μέρες μου αναζητώντας τη ζωή μου...."
ΤΟΥ Τ. ΛΕΙΒΑΔΙΤΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου