Το κλάμα της διήρκεσε ανελέητο, ασταμάτητο για ένα μήνα.
Η μάνα της και ο πατέρας της πίστευαν στην γερμανική άποψη περί εκπαίδευσης μωρών και έτσι το αφήκαν το μαύρο να κλαίει. Κάποια στιγμή το κατάλαβε και σταμάτησε να σκούζει. Ησύχασε και μαζί κοιμήθηκε όλη η ανησυχία για την ζωή. Λούφαξε στην δειλία και στην μαλθακότητα.
Ο κόσμος τότε έτρεχε πάνω σε μπλε λεωφορεία με γκρι πλαστικές θέσεις.
Πετούσε με την ολυμπιακή του Ωνάση και γλίστραγε μέσα σε ήχους rock & roll και Beatles με λουλούδια μουσική και tango Argentina!
Η μικρούλα ζούσε στον μικρό οικογενειακό κύκλο και με τα χαϊδέματα της γιαγιάς πλούτιζε τον συναισθηματικό της κόσμο. Είχε πάντα μια ροπή προς το παράπονο και το μελό, εξαιτίας της απότομης αποκοπής από την τρυφερότητα.
Μοναχούλα πηγαινοερχόταν σε δωμάτια μικρά, άλλοτε χαμηλοτάβανα και άλλοτε ψηλοτάβανα.
Έπαιζε μένα μικρό ακορντεόν παιχνίδι
και σκάρωνε μικρές ιστορίες με τα αντικείμενα μιας χαμηλής βιβλιοθήκης του σπιτιού.
Η μάνα σπανίως βρισκόταν στο σπίτι, όμως σαν ήταν μοσχομύριζε ολόκληρο από τις γλυκές μυρωδιές των κουλουριών και των φαγητών, αλλά και από την μυρωδιά της αγάπης της που πλανιόταν σε μικρά μόρια κυρίως μέσα στις κουζίνες των σπιτιών που έζησε.
Κι αυτή πάντα αγαπούσε τις κουζίνες ήταν οι ναοί της τρυφερότητας και της αφθονίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου