βλέπω πουλιά να ζυγιάζονται στον ουρανό. Πουλιά λαλίστατα και χαρούμενα να υψώνονται πάνω από τα νερά του ποταμού.
Βλέπω άγρια κουνάβια να κρύβονται στις κουφάλες των δένδρων και να καιροφυλακτούν για κάποιο νόστιμο γεύμα/κοτόπουλο.
Δένδρα αγκαλιασμένα με τα νιόβγαλτα φυλλαράκια τους να κρέμονται σε θεόρατες κλίσεις βουνών.
Τρομαγμένα ελάφια που αφήνουν τη γλυκιά μυρωδιά τους στον αέρα.
Βλέπω τη γη ν΄αγκομαχά, καρπίζοντας μόνο πατάτες και λαχανίδες.
Τις βουνοκορφές με τις τέλειες πρασινισμένες γωνιές τους να ξεμακραίνουν, κοιτάζοντας την ηρεμία των ελαφιών.
Βλέπω το ΔΑΣΟΣ!
Όμορφα άλογα με λεύτερες χαίτες.
Μία πέτρινη καλύβα μπηγμένη στο χόρτινο χώμα.
Ο ήλιος που χαιρετά το κρύο στο βασίλεμα του.
Ο ουρανός που κυριεύει τα πάντα.
Ο άνεμος που σκληρός κι αμίλητος ταξιδεύει στις πέτρες των βουνών.
Το φεγγάρι που πλησιάζει σαν ασημένιο μπαλόνι.
Εδώ, κάτι χαλάσματα από παλιές καλύβες, αγναντεύουν τους βράχους.
Εκεί, τα κατσίκια τρέχουν ελεύθερα, μέσα στα σύννεφα που ακουμπάνε απαλά στις κορφές.
Ο άνθρωπος σκέτος και μόνος απάνω στον μοναδικό βράχο που αιωρείται στον αέρα.
Ένα πορτοκαλί πανί κρεμασμένο στη ροδιά.
Δύο κόκκινα μήλα στο γρασίδι.
Η μαύρη γάτα και τα ασημένια μάτια της στη βροχή.
Τα πορτοκαλόχρυσα φύλλα του Φθινοπώρου.
Νύχτα και το τζάκι φωτίζει και ζεσταίνει
απλώνοντας τη μυρωδιά του ανθρώπου.
Χουχουριστές και μπούφοι κρυφοκοιτάζουν κάτω από τα διάφανα βλέφαρά τους.
Μαύρα και σκοτεινά τα μάτια τους περιεργάζονται το σκοτάδι.
Ακούω τους ήχους των πουλιών και του δάσους τα θροΐσματα.
Χαϊδεύοντας και αγκαλιάζοντας τα δένδρα.
Περιμένοντας τη βροχή που θα έρθει πάλι, δυνατή κι απέριττη όπως πάντα.
Τα πλάσματα κρύφτηκαν.
Ζαρκάδια, αγριογούρουνα, κοκκινολαίμηδες, μπούφοι, γεράκια, αγριοκάτσικα κι ελάφια.
Στο τελείωμα της μέρας απλώνεται ένας μαβής ουρανός χωρίς όρια.
Κι έπειτα ο γαλαξίας,
που περιστρέφεται στον νυκτερινό ουρανό.
Κι έπειτα το κρεβάτι από ξερόφυλλα,
η αργή κίνηση του ελαφιού που χορεύει επάνω τους και τα παγωμένα πόδια.
Παραμύθια που αφηγούμαστε πριν τον ύπνο.
Κι ένα μικρό φως δίπλα στο κρεββάτι.
Οι καλύτερες απαντήσεις δεν έχουν ερωτήσεις.
Ο άνεμος σφυρίζει μαλακά.Ο χειμώνας έρχεται σαν χέρι που απλώνεται στο σκοτάδι και ξεγυμνώνει τα δένδρα με εκπληκτική σκληρότητα.
Τα πουλιά όμως εξακολουθούν να ζυγίζονται σε χαμηλές πτήσεις.
Και η αράχνη πλέκει ακόμα τον περίτεχνο ιστό της.
Το χρώμα εξαφανίζεται και η άγρια ζωή γίνεται ασπρόμαυρη.
Το φως στριγκλίζει, καθώς γκριζάρουν όλα χυμένα στο άσπρο.
Ένας άνθρωπος, ένα τραπέζι, ένα πιάτο.
Πόση απομόνωση, ταυτόχρονα, στη τόση ποικιλία;
Κι έπειτα όλα εντελώς λευκά.
Το χιόνι και η σελήνη.
Τα ασημόλευκα κλαδιά των δένδρων μέσα στη νύχτα.
Μαζί με τον χρόνο βαδίζοντας και ποτέ εναντίον του.
Με το ξημέρωμα,
η κόκκινη κότα που αφήνει,τσιμπολογώντας,τις πατημασιές της μεσ΄ το χιόνι,τα κόκκινα φύλλα που ξαπλώνουν πάνω στο λευκό πάπλωμα, περιμένοντας να πεθάνουν ένδοξα, ο λύκος που αλυχτά, δοκιμάζοντας τη φωνή του, καλώντας τη νύχτα.
Άραγε, πετώ μονάχη ή βρίσκομαι σε αεροπλάνο;
Είναι τόσο αδυσώπητη η μοναξιά ή μοιάζει απλώς με τη σκιά μου,αυτήν που μεγαλώνει μέχρι να χαθεί εντελώς;
Βλέπω άγρια κουνάβια να κρύβονται στις κουφάλες των δένδρων και να καιροφυλακτούν για κάποιο νόστιμο γεύμα/κοτόπουλο.
Δένδρα αγκαλιασμένα με τα νιόβγαλτα φυλλαράκια τους να κρέμονται σε θεόρατες κλίσεις βουνών.
Τρομαγμένα ελάφια που αφήνουν τη γλυκιά μυρωδιά τους στον αέρα.
Βλέπω τη γη ν΄αγκομαχά, καρπίζοντας μόνο πατάτες και λαχανίδες.
Τις βουνοκορφές με τις τέλειες πρασινισμένες γωνιές τους να ξεμακραίνουν, κοιτάζοντας την ηρεμία των ελαφιών.
Βλέπω το ΔΑΣΟΣ!
Όμορφα άλογα με λεύτερες χαίτες.
Μία πέτρινη καλύβα μπηγμένη στο χόρτινο χώμα.
Ο ήλιος που χαιρετά το κρύο στο βασίλεμα του.
Ο ουρανός που κυριεύει τα πάντα.
Ο άνεμος που σκληρός κι αμίλητος ταξιδεύει στις πέτρες των βουνών.
Το φεγγάρι που πλησιάζει σαν ασημένιο μπαλόνι.
Εδώ, κάτι χαλάσματα από παλιές καλύβες, αγναντεύουν τους βράχους.
Εκεί, τα κατσίκια τρέχουν ελεύθερα, μέσα στα σύννεφα που ακουμπάνε απαλά στις κορφές.
Ο άνθρωπος σκέτος και μόνος απάνω στον μοναδικό βράχο που αιωρείται στον αέρα.
Ένα πορτοκαλί πανί κρεμασμένο στη ροδιά.
Δύο κόκκινα μήλα στο γρασίδι.
Η μαύρη γάτα και τα ασημένια μάτια της στη βροχή.
Τα πορτοκαλόχρυσα φύλλα του Φθινοπώρου.
Νύχτα και το τζάκι φωτίζει και ζεσταίνει
απλώνοντας τη μυρωδιά του ανθρώπου.
Χουχουριστές και μπούφοι κρυφοκοιτάζουν κάτω από τα διάφανα βλέφαρά τους.
Μαύρα και σκοτεινά τα μάτια τους περιεργάζονται το σκοτάδι.
Ακούω τους ήχους των πουλιών και του δάσους τα θροΐσματα.
Χαϊδεύοντας και αγκαλιάζοντας τα δένδρα.
Περιμένοντας τη βροχή που θα έρθει πάλι, δυνατή κι απέριττη όπως πάντα.
Τα πλάσματα κρύφτηκαν.
Ζαρκάδια, αγριογούρουνα, κοκκινολαίμηδες, μπούφοι, γεράκια, αγριοκάτσικα κι ελάφια.
Στο τελείωμα της μέρας απλώνεται ένας μαβής ουρανός χωρίς όρια.
Κι έπειτα ο γαλαξίας,
που περιστρέφεται στον νυκτερινό ουρανό.
Κι έπειτα το κρεβάτι από ξερόφυλλα,
η αργή κίνηση του ελαφιού που χορεύει επάνω τους και τα παγωμένα πόδια.
Παραμύθια που αφηγούμαστε πριν τον ύπνο.
Κι ένα μικρό φως δίπλα στο κρεββάτι.
Οι καλύτερες απαντήσεις δεν έχουν ερωτήσεις.
Ο άνεμος σφυρίζει μαλακά.Ο χειμώνας έρχεται σαν χέρι που απλώνεται στο σκοτάδι και ξεγυμνώνει τα δένδρα με εκπληκτική σκληρότητα.
Τα πουλιά όμως εξακολουθούν να ζυγίζονται σε χαμηλές πτήσεις.
Και η αράχνη πλέκει ακόμα τον περίτεχνο ιστό της.
Το χρώμα εξαφανίζεται και η άγρια ζωή γίνεται ασπρόμαυρη.
Το φως στριγκλίζει, καθώς γκριζάρουν όλα χυμένα στο άσπρο.
Ένας άνθρωπος, ένα τραπέζι, ένα πιάτο.
Πόση απομόνωση, ταυτόχρονα, στη τόση ποικιλία;
Κι έπειτα όλα εντελώς λευκά.
Το χιόνι και η σελήνη.
Τα ασημόλευκα κλαδιά των δένδρων μέσα στη νύχτα.
Μαζί με τον χρόνο βαδίζοντας και ποτέ εναντίον του.
Με το ξημέρωμα,
η κόκκινη κότα που αφήνει,τσιμπολογώντας,τις πατημασιές της μεσ΄ το χιόνι,τα κόκκινα φύλλα που ξαπλώνουν πάνω στο λευκό πάπλωμα, περιμένοντας να πεθάνουν ένδοξα, ο λύκος που αλυχτά, δοκιμάζοντας τη φωνή του, καλώντας τη νύχτα.
Άραγε, πετώ μονάχη ή βρίσκομαι σε αεροπλάνο;
Είναι τόσο αδυσώπητη η μοναξιά ή μοιάζει απλώς με τη σκιά μου,αυτήν που μεγαλώνει μέχρι να χαθεί εντελώς;